ῥάδιξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῥᾱδῑκ-
ονομαστική ῥάδιξ οἱ ῥάδικες
      γενική τοῦ ῥάδικος τῶν ῥαδίκων
      δοτική τῷ ῥάδικ τοῖς ῥάδιξ(ν)
    αιτιατική τὸν ῥάδικ τοὺς ῥάδικᾰς
     κλητική ! ῥάδιξ ῥάδικες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥάδικε
γεν-δοτ τοῖν  ῥαδίκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ῥάδιξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wréh₂ds. Συγγενές με τη λατινική radix

Ουσιαστικό

ῥάδιξ αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.