quies

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

quies < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷieh₁-ti- (ανάπαυση, ησυχία)

Ουσιαστικό

quies θηλυκό

  1. ησυχία, ανάπαυση
  2. ηρεμία
  3. ανάπαυλα
  4. ειρήνη
  5. ύπνος
  6. θάνατος

Συγγενικά

  • quiesco

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική quies quietēs
γενική quietis quietum
δοτική quietī quietibus
αιτιατική quietem quietēs
κλητική quies quietēs
αφαιρετική quiete quietibus
(γ' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.