pusher
Αγγλικά
(en)
Ετυμολογία
pusher
<
push
+
-er
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈpʊʃə
/
Ουσιαστικό
pusher
(en)
ωθητής
,
προωθητής
υπάλληλος
που έχει ως
καθήκον
να
ωθεί
τους επιβάτες λεωφορείων, τρένων κ.λπ. σε
ώρες
αιχμής
, ώστε να μπορέσουν να αποβιβαστούν όλοι στην
ώρα
τους
(
αργκό
)
βαποράκι
, (
μικρ
)
έμπορος
ναρκωτικών
(
αργκό
)
κορίτσι
ή
γυναίκα
αεροσκάφος
με
προπέλα
πίσω από την
άτρακτο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.