προωθητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προωθητής | οι | προωθητές |
| γενική | του | προωθητή | των | προωθητών |
| αιτιατική | τον | προωθητή | τους | προωθητές |
| κλητική | προωθητή | προωθητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
Ετυμολογία
- προωθητής < προωθώ
Ουσιαστικό
προωθητής αρσενικό
- μηχάνημα, μηχανισμός ή πρόσωπο που προωθεί κάτι
- προωθητής γαιών (κοινώς μπουλντόζα)
- (κατ' επέκταση) αυτός που προωθεί κάτι με δόλιο τρόπο
- Το Υπουργείο Παιδείας προωθητής ιδιωτικών υπηρεσιών; (εφημ. Η Αυγή, 20 Απρ. 2010)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.