ωθητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωθητής οι ωθητές
      γενική του ωθητή των ωθητών
    αιτιατική τον ωθητή τους ωθητές
     κλητική ωθητή ωθητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωθητής < ωθώ + -τής < αρχαία ελληνική ὠθέω / ὠθῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swe-dʰh₁- < *swé (ἴδιος) + *dʰeh₁- (τίθημι)

Προφορά

ΔΦΑ : /o.θiˈtis/

Ουσιαστικό

ωθητής αρσενικό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ωθώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.