poilu
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | poilu | poilus |
| θηλυκό | poilue | poilues |
poilu (fr)
- τριχωτός
- (παρωχημένο) θαρραλέος, δυναμικός
- σχετικός με τη γαλλική κοινότητα Poil
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| poilu | poilus |
poilu (fr)
- Γάλλος στρατιώτης ο οποίος πολέμησε, μαχόταν στο μέτωπο του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου
Αντώνυμα
- embusqué, civil
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.