peep

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
peep peeps

peep (en)

Ρήμα

ενεστώτας peep
γ΄ ενικό ενεστώτα peeps
αόριστος peeped
παθητική μετοχή peeped
ενεργητική μετοχή peeping

peep (en)

  1. (αμετάβατο) κρυφοκοιτάζω, κοιτάζω κάτι κρυφά, κοιτάζω γρήγορα και κρυφά κάτι, ειδικά από ένα μικρό άνοιγμα
    On his way out he peeked into the kitchen.
    Βγαίνοντας κρυφοκοίταξε στην κουζίνα.
    He peeped through the keyhole.
    Κοίταξε από την κλειδαρότρυπα.
     συνώνυμα:  peek
  2. (αμετάβατο) σκάω μύτη, που μόλις μπορεί να φανεί
    When he peeped from behind the curtains…
    Όταν έσκασε μύτη πίσω από τις κουρτίνες…
     συνώνυμα:  peek και peep out

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.