parking

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

parking (en) (μη μετρήσιμο)

Ρηματικός τύπος

parking (en)

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

parking < (άμεσο δάνειο) αγγλική parking

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
parking parkings

parking (fr) αρσενικό

  1. η στάθμευση, το παρκάρισμα
     συνώνυμα: garage, parcage, stationnement
  2. το πάρκινγκ
  3. (οικείο) σαν δεύτερο συνθετικό, εκφράζει μια λύση δεύτερης κατηγορίας, με μικρότερη αξία ή χωρίς μέλλον, της πλάκας
    stage de 'parking - σταζ που δεν αποφέρει καμία γνώση ή εμπειρία σ' αυτόν που το κάνει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.