σταζ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
σταζ ουδέτερο άκλιτο
- πρόγραμμα προάσκησης μισθωτής εργασίας, πρόγραμμα πρακτικής άσκησης επαγγέλματος για απόκτηση εμπειρίας και επαγγελματικής κατάρτισης, πρόγραμμα μαθητείας
- Η Μαρία δεν βρήκε δουλειά και αναγκάστηκε να μπει σε ένα πρόγραμμα "σταζ" για να αποκτήσει προϋπηρεσία. Εκεί συνάντησε και άλλους καθώς και άλλες σταζιέρ
Μεταφράσεις
σταζ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.