χάλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάλι τα χάλια
      γενική
    αιτιατική το χάλι τα χάλια
     κλητική χάλι χάλια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική hâl < αραβική حال (hāl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxa.li/

Ουσιαστικό

χάλι ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • είμαι ένα χάλι/μάτσο χάλια, έχω το κακό/μαύρο μου το χάλι , έχω τα μαύρα μου τα χάλια/τα χάλια μου = είμαι σε πολύ κακή/άθλια κατάσταση, έχω άθλια εμφάνιση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.