εταιρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εταιρικός | η | εταιρική | το | εταιρικό |
| γενική | του | εταιρικού | της | εταιρικής | του | εταιρικού |
| αιτιατική | τον | εταιρικό | την | εταιρική | το | εταιρικό |
| κλητική | εταιρικέ | εταιρική | εταιρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εταιρικοί | οι | εταιρικές | τα | εταιρικά |
| γενική | των | εταιρικών | των | εταιρικών | των | εταιρικών |
| αιτιατική | τους | εταιρικούς | τις | εταιρικές | τα | εταιρικά |
| κλητική | εταιρικοί | εταιρικές | εταιρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εταιρικός < ελληνιστική κοινή ἑταιρικός(2,3) < αρχαία ελληνική ἑταιρικός(1) < ἑταιρία / ἑταιρεία
Επίθετο
εταιρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.