συνυποσχετικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνυποσχετικό τα συνυποσχετικά
      γενική του συνυποσχετικού των συνυποσχετικών
    αιτιατική το συνυποσχετικό τα συνυποσχετικά
     κλητική συνυποσχετικό συνυποσχετικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνυποσχετικό < συν και υποσχετικό

Ουσιαστικό

συνυποσχετικό ουδέτερο

  • συμφωνητικό, η έγγραφη διαβεβαίωση ή υπόσχεση από δύο ή περισσότερα πρόσωπα για την τήρηση κάποιων συμφωνηθέντων, τα οποία συμφωνήθηκαν εκείνη ή κάποια προγενέστερη στιγμή.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.