γερούνδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γερούνδιο | τα | γερούνδια |
| γενική | του | γερούνδιου & γερουνδίου |
των | γερούνδιων & γερουνδίων |
| αιτιατική | το | γερούνδιο | τα | γερούνδια |
| κλητική | γερούνδιο | γερούνδια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γερούνδιο < (καθαρεύουσα) γερούνδιον < (λόγιο δάνειο) νεολατινική gerundium < υστερολατινική gerundium [1]
Ουσιαστικό
γερούνδιο ουδέτερο
- (γραμματική, στη λατινική γραμματική) ρηματικό ουσιαστικό, αντίστοιχο στη λειτουργία του με το έναρθρο απαρέμφατο της αρχαίας ελληνικής
- (στην αγγλική γραμματική) το ρηματικό ουσιαστικό που λήγει σε -ing και ταυτίζεται μορφολογικά με την ενεργητική μετοχή
- (στη γαλλική γραμματική και σε άλλες γλώσσες) ρηματικός τύπος που λειτουργεί ως επίρρημα και ταυτίζεται μορφολογικά με την ενεργητική μετοχή
Συγγενικά
- Δείτε Παράρτημα:Γραμματική Λατινικής Γλώσσας: γερούνδιο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- γερούνδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.