automatic

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός automatic
συγκριτικός more automatic
υπερθετικός most automatic

automatic (en)

Παράγωγα

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
automatic automatics

automatic (en)

  1. το αυτόματο, πυροβόλο όπλο
  2. το αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων
     συνώνυμα:  δείτε τον όρο automatic transmission
  3. (κατ’ επέκταση) το αυτοκίνητο με αυτόματο κιβώτιο, το αυτόματο αυτοκίνητο
    I drive an automatic (car).
    Οδηγώ αυτοκίνητο με αυτόματο κιβώτιο/αυτόματο αυτοκίνητο.
     αντώνυμα: manual

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.