consult

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
consult consults

consult (en)

Ρήμα

ενεστώτας consult
γ΄ ενικό ενεστώτα consults
αόριστος consulted
παθητική μετοχή consulted
ενεργητική μετοχή consulting

consult (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συμβουλεύομαι, ζητώ τη συμβουλή κάποιου η κάποιος ζητώ τη συμβουλή μου
    You must consult (with) your doctor about it.
    Πρέπει να συμβουλευτείς γιατρό γι' αυτό.
    I have a lot of experience and I was consulted.
    Έχω μεγάλη πείρα και με συμβουλεύτηκαν.
  2. (μεταβατικό) συμβουλεύομαι, ζητώ πληροφορίες
    consult the manual - συμβουλευτείτε το εγχειρίδιο
     συνώνυμα: refer to

Συγγενικά

Πηγές

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 836. ISBN 9780194325684., λήμμα: συμβουλεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.