sleight of hand

Αγγλικά (en)

Πολυλεκτικό Ουσιαστικό

  1. ταχυδακτυλουργικό, ταχυδακτυλουργία
  2. ταχυδακτυλουργική κλεψιά
  3. ταχυδακτυλουργική κλεψιά στα χαρτιά
  4. (μεταφορικά) κόλπο, τρικ, τέχνασμα, εντυπωσιακή ενέργεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.