airlock

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

ενικός αριθμός: airlock (en)
πληθυντικός αριθμός: airlocks (en)

  1. θάλαμος συμπίεσης/αποσυμπίεσης, θάλαμος προσαρμογής πίεσης
    • (πχ καταδύσεων, διαφορετικής πίεσης διαστημικών οχημάτων κτλ.)
  2. το αεροέμβολο· θρομβωτική φυσαλίδα σε αγωγό/σωλήνα κτλ.· η θρομβοφυσαλίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.