airlock

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
- θάλαμος συμπίεσης/αποσυμπίεσης, θάλαμος προσαρμογής πίεσης
- (πχ καταδύσεων, διαφορετικής πίεσης διαστημικών οχημάτων κτλ.)
- το αεροέμβολο· θρομβωτική φυσαλίδα σε αγωγό/σωλήνα κτλ.· η θρομβοφυσαλίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.