λίμπερο
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
λίμπερο
<
αγγλική
libero
<
λατινικά
libero
Επίθετο
λίμπερο
άκλιτο
(
αθλητισμός
)
θέση παίκτη (
ελεύθερος
)
στο
ποδόσφαιρο
στην
πετοσφαίριση
Μεταφράσεις
λίμπερο
αγγλικά
:
libero
(en)
γαλικιανά
:
libero
(gl)
ιταλικά
:
libero
(it)
λατινικά
:
libero
(la)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.