προγραφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προγραφή | οι | προγραφές |
| γενική | της | προγραφής | των | προγραφών |
| αιτιατική | την | προγραφή | τις | προγραφές |
| κλητική | προγραφή | προγραφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προγραφή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
προγραφή θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.