προγραφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προγραφή οι προγραφές
      γενική της προγραφής των προγραφών
    αιτιατική την προγραφή τις προγραφές
     κλητική προγραφή προγραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προγραφή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προγραφή θηλυκό

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προγράφω, η δίωξη των πολιτικών αντιπάλων ή η καταδίκη τους χωρίς δίκη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.