μήνυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μήνυση οι μηνύσεις
      γενική της μήνυσης* των μηνύσεων
    αιτιατική τη μήνυση τις μηνύσεις
     κλητική μήνυση μηνύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μηνύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μήνυση < αρχαία ελληνική μήνυμα < μηνύω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.ni.si/

Ουσιαστικό

μήνυση θηλυκό

  • η προφορική ή γραπτή καταγγελία αξιοτιμώρητης πράξης στις εισαγγελικές ή αστυνομικές αρχές, χωρίς τη δυνατότητα αξιώσεως χρηματικής αποζημίωσης
όταν της έκλεψαν το πορτοφόλι, υπέβαλε μήνυση κατά αγνώστων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.