landscape

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
landscape landscapes

Ουσιαστικό

landscape (en)

  1. το τοπίο
    We stood and admired the landscape.
    Σταθήκαμε να θαυμάσουμε το τοπίο.
  2. η τοπιογραφία, το τοπίο, ζωγραφικός πίνακας που παρασταίνει τοπίο
  3. (μη μετρήσιμο) τρόπος εκτύπωσης ενός εγγράφου κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι μακρές πλευρές του χαρτιού να βρίσκονται πάνω και κάτω
     αντώνυμα: portrait

Ρήμα

ενεστώτας landscape
γ΄ ενικό ενεστώτα landscapes
αόριστος landscaped
παθητική μετοχή landscaped
ενεργητική μετοχή landscaping

landscape (en)

  • φυτεύω λουλούδια και δέντρα για να ομορφύνω ένα μέρος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.