yazı

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

yazı < (yazmak) yaz- +

Προφορά

ΔΦΑ : /jɑˈzɯ/

Ουσιαστικό

yazı (tr)

  1. η γραφή
  2. το άρθρο
  3. (νόμισμα) γράμματα, η μια πλευρά ενός νομίσματος, αυτή που αναγράφει την αξία του, που χρησιμοποιείται συνήθως μόνο στο κορώνα γράμματα
     αντώνυμα: tura
  4. (κατ’ επέκταση) το αλφάβητο

Κλίση

Παράγωγα

  • yazılı
  • yazısız

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.