ζετέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζετέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική jeté[1]

Ουσιαστικό

ζετέ ουδέτερο άκλιτο

  • (αθλητισμός) το άθλημα της άρσης βαρών στο οποίο ο αθλητής σηκώνει το βάρος πάνω από το κεφάλι του με δύο κινήσεις, με στάση στο ύψος του ώμου.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.