χορευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χορευτής | οι | χορευτές |
| γενική | του | χορευτή | των | χορευτών |
| αιτιατική | τον | χορευτή | τους | χορευτές |
| κλητική | χορευτή | χορευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

δύο χορευτές την ώρα της παράστασης
Ετυμολογία
- χορευτής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χορευτής
Προφορά
- ΔΦΑ : /xo.ɾeˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ρευ‐τής
Ουσιαστικό
χορευτής αρσενικό (θηλυκό χορεύτρια)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.