χορεύτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χορεύτρια | οι | χορεύτριες |
| γενική | της | χορεύτριας | των | χορευτριών |
| αιτιατική | τη | χορεύτρια | τις | χορεύτριες |
| κλητική | χορεύτρια | χορεύτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xoˈɾef.tɾi.a/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.