Jahr
Γερμανικά (de)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | das | Jahr | die | Jahre |
| γενική | des | Jahrs Jahres |
der | Jahre |
| δοτική | dem | Jahr Jahre |
den | Jahren |
| αιτιατική | das | Jahr | die | Jahre |
Ετυμολογία
- Jahr < από πρωτογερμανική ρίζα, συγγενές με το αγγλικό year, η οποία προέρχεται από ινδοευρωπ. ρίζα. Πρβ. αρχαία ελληνική ὥρα ("εποχή")
Προφορά
- ⓘ
- ⓘ
Ουσιαστικό
Jahr (de) ουδέτερο
Παράγωγα
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Jahr < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Jahr < → λείπει η ετυμολογία
Νορβηγικά (no)
Ετυμολογία
- Jahr < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.