in house
Αγγλικά (en)
Επίθετο
in house (en)
- που εργάζεται ή πραγματοποιείται εντός ενός φορέα· ενδοεταιρικός, εσωτερικός, σπιτικός (μιας εταιρίας, οργανισμού)
Επίρρημα
in house (en)
- αναφορικά με εξάρτημα, λογισμικό κ.λπ. που παράγεται εντός μιας επιχείρησης, από τους υπαλλήλους της για χρήση
στα προϊόντα της, αντί να προσφεύγει σε προϊόντα προμηθευτών ή υπηρεσίες τρίτων· (κυριολεκτικά) εντός του οίκου
- in-house, inhouse
Πηγές
- «in-house», Cambridge Dictionary.org· πρόσβαση: 2021-06-24.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.