housing
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
housing
(en)
(
μη
μετρήσιμο
)
η
κατοικία
, η
στέγη
, σπίτια, διαμερίσματα κτλ. στα οποία κατοικούν οι άνθρωποι, ειδικά όταν αναφερόμαστε στον τύπο, την τιμή ή την κατάστασή τους
↪
They are freezing
housing
rents from tomorrow.
Παγώνουν από αύριο τα ενοίκια
κατοικιών
.
↪
the
housing
problem
- το πρόβλημα
στέγης
Ρηματικός τύπος
housing
(en)
ενεργητική
μετοχή
ενεστώτα
του
house
Πηγές
housing
-
Oxford Learner's Dictionaries
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.