hot spot
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /hɒt spɒt/
Ουσιαστικό
hot spot (en)
- μέρος / σημείο μεγάλης έντασης κι επικινδυνότητας
- εστία αναταραχής
- επικίνδυνη περιοχή λόγω ραδιενέργειας ή ακτινοβολίας
- τόπος διασκέδασης με πολλή ζωντάνια
- (διαδίκτυο, δίκτυο υπολογιστών) τοποθεσία (μικρής έκτασης) σε δημόσιο χώρο που με την χρήση τεχνολογίας Wi-Fi παρέχει ασύρματη πρόσβαση (στο διαδίκτυο)
- (νεολογισμός) κέντρο καταγραφής, διαπίστευσης ή ταυτοποίησης (προσφύγων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.