ταυτοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταυτοποίηση | οι | ταυτοποιήσεις |
| γενική | της | ταυτοποίησης* | των | ταυτοποιήσεων |
| αιτιατική | την | ταυτοποίηση | τις | ταυτοποιήσεις |
| κλητική | ταυτοποίηση | ταυτοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ταυτοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ταυτοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.