hot spot

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

hot spot < hot + spot

Προφορά

ΔΦΑ : /hɒt spɒt/

Ουσιαστικό

hot spot (en)

  1. μέρος / σημείο μεγάλης έντασης κι επικινδυνότητας
     συνώνυμα: θερμή περιοχή, θερμό σημείο
  2. εστία αναταραχής
  3. επικίνδυνη περιοχή λόγω ραδιενέργειας ή ακτινοβολίας
  4. τόπος διασκέδασης με πολλή ζωντάνια
  5. (διαδίκτυο, δίκτυο υπολογιστών) τοποθεσία (μικρής έκτασης) σε δημόσιο χώρο που με την χρήση τεχνολογίας Wi-Fi παρέχει ασύρματη πρόσβαση (στο διαδίκτυο)
  6. (νεολογισμός) κέντρο καταγραφής, διαπίστευσης ή ταυτοποίησης (προσφύγων)

Αλλόγλωσσα παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.