hold out
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | hold out |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | holds out |
| αόριστος | held out |
| παθητική μετοχή | held out |
| ενεργητική μετοχή | holding out |
Ρήμα
hold out (en)
- (μεταβατικό, κυριολεκτικά) κρατώ κάτι προς τα έξω, τείνω, προτείνω, απλώνω το χέρι να πιάσω
- (ιδιωματισμός) περιμένω ή αρνούμαι μια προσφορά περιμένοντας κάτι καλύτερο
- I am holding out for more money.
- (ιδιωματισμός) αντέχω, επιβιώνω
- How long can they hold out without water?
- hold out on : κρατώ ένα μυστικό
- I didn't know you could do that. Have you been holding out on me?
- κρατώ κάτι για αργότερα
- Pack the boxes, but hold out a few blue ones for later.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.