haul

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
haul hauls

haul (en)

  1. η μεταφορά φορτίου
  2. η λεία ενός κλέφτη
  3. η ψαριά
  4. τα ψώνια, το σύνολο των αγορών που έκανε κάποιος πηγαίνοντας μια φορά στα μαγαζιά

Ρήμα

ενεστώτας haul
γ΄ ενικό ενεστώτα hauls
αόριστος hauled
παθητική μετοχή hauled
ενεργητική μετοχή hauling

haul (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.