globe

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

globe (en)

  1. η σφαίρα (σφαιρικό αντικείμενο)
  2. ο πλανήτης γη, η υφήλιος
  3. η υδρόγειος σφαίρα, σφαιρικό αντικείμενο που αναπαριστά τη γη (ή άλλο ουράνιο σώμα)

Συγγενικά



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

globe < λατινική globus

Προφορά

 

Ουσιαστικό

globe (fr) αρσενικό

  1. η σφαίρα (σφαιρικό αντικείμενο)
  2. le globe terrestre : η υφήλιος, η υδρόγειος σφαίρα
  3. le globe celeste : η ουράνια σφαίρα πάνω στην οποία είναι σχεδιασμένος χάρτης του ουρανού
  4. le globe oculaire : ο βολβός του οφθαλμού

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.