fellow
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- fellow < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
fellow (en)
- (παρωχημένο) σύντροφος, συνεργάτης
- όμοιος, ισότιμος
- (ανεπίσημο) ο άνδρας
- (σπάνιο) άτομο, πρόσωπο ανεξάρτητα από το φύλο, είτε άνδρας είτε γυναίκα
- συνηθισμένος, απλός άνθρωπος
- άνδρας με κακή ανατροφή, με αχρεία συμπεριφορά
- επαγγελματική θέση ή τίτλος σε ορισμένους χώρους, όπως πανεπιστήμια, κολέγια, επιστημονικές εταιρείες ή ενώσεις κ.λπ.
- fella (λαϊκό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.