fascis

Λατινικά (la)

fasces

Ετυμολογία

fascis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bhasco (δέσμη)

Ουσιαστικό

fascis αρσενικό

  1. φάκελος
  2. δέσμη
  3. πληθυντικός fasces: δέσμες ράβδων (με πέλεκυ συνήθως στο κέντρο ως σύμβολο ισχύος, που κρατούσαν ραβδούχοι που προχωρούσαν μπροστά από βασιλείς, υπάτους κ.ά.)
  4. πληθυντικός fasces: (συνεκδοχικά) υπατεία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική fascis fascēs
γενική fascis fascium
δοτική fascī fascibus
αιτιατική fascem fascēs/fascīs
κλητική fascis fascēs
αφαιρετική fasce fascibus
(γ' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.