fascis
Λατινικά (la)

fasces
Ετυμολογία
- fascis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bhasco (δέσμη)
Ουσιαστικό
fascis αρσενικό
- φάκελος
- δέσμη
- πληθυντικός fasces: δέσμες ράβδων (με πέλεκυ συνήθως στο κέντρο ως σύμβολο ισχύος, που κρατούσαν ραβδούχοι που προχωρούσαν μπροστά από βασιλείς, υπάτους κ.ά.)
- πληθυντικός fasces: (συνεκδοχικά) υπατεία
- νέα ελληνική: → δείτε τη λέξη φασισμός
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | fascis | fascēs |
| γενική | fascis | fascium |
| δοτική | fascī | fascibus |
| αιτιατική | fascem | fascēs/fascīs |
| κλητική | fascis | fascēs |
| αφαιρετική | fasce | fascibus |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.