fair
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | fair |
| συγκριτικός | fairer |
| υπερθετικός | fairest |
fair (en)
- δίκαιος, έντιμος, σύμφωνος με τους κανόνες
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) αρκετός, αρκετά μεγάλο σε αριθμό, μέγεθος ή ποσότητα
- ↪ A fair number of people gathered at the event.
- Στην εκδήλωση μαζεύτηκε αρκετός κόσμος.
- ↪ He spent a fair amount of money for it to go well.
- Για να γίνει καλά ξόδεψε αρκετά χρήματα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε την έκφραση quite a few
- ↪ A fair number of people gathered at the event.
- καθαρός, αθώος
- ανοιχτόχρωμος
- μέτριος, ικανοποιητικός (ούτε κακός ούτε άριστος)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| fair | fairs |
fair (en)
- έκθεση, συμπόσιο, συνέδριο, γεγονός, ιβέντ, φεστιβάλ, σόου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.