féodal

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό féodal féodals
θηλυκό féodale féodales

féodal (fr)

  1. φεουδαρχικός, σχετικός με ένα φέουδο ή με την φεουδαρχία
  2. (κατ’ επέκταση) που έχει ένα πολιτικό σύστημα που μοιάζει με την φεουδαρχία
  3. (μεταφορικά) αρχαϊκός, ξεπερασμένος

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
féodal féodaux

féodal (fr) αρσενικό

  1. (ιστορία) άρχοντας στο φεουδαρχικό σύστημα
  2. (συνεκδοχικά) μεγάλος γαιοκτήμονας

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.