φεουδαρχικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φεουδαρχικός | η | φεουδαρχική | το | φεουδαρχικό |
| γενική | του | φεουδαρχικού | της | φεουδαρχικής | του | φεουδαρχικού |
| αιτιατική | τον | φεουδαρχικό | τη | φεουδαρχική | το | φεουδαρχικό |
| κλητική | φεουδαρχικέ | φεουδαρχική | φεουδαρχικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φεουδαρχικοί | οι | φεουδαρχικές | τα | φεουδαρχικά |
| γενική | των | φεουδαρχικών | των | φεουδαρχικών | των | φεουδαρχικών |
| αιτιατική | τους | φεουδαρχικούς | τις | φεουδαρχικές | τα | φεουδαρχικά |
| κλητική | φεουδαρχικοί | φεουδαρχικές | φεουδαρχικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φεουδαρχικός < φεουδάρχης < φέουδο + -άρχης
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.