δράττομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δράττομαι < αρχαία ελληνική δράττομαι < πρωτοελληνική *dr̥kʰ

Ρήμα

δράττομαι , στ.μέλλ.: θα δραχθώ, αόρ.: δράχθηκα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  δράττομαι 
Παρατατικός  ἐδραττόμην 
Μέλλοντας  δράξομαι 
Αόριστος  ἐδραξάμην 
Παρακείμενος  δέδραγμαι 
Υπερσυντέλικος  έδεδράγμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

δράττομαι < πρωτοελληνική *dr̥kʰ

Ρήμα

δράττομαι

  1. αδράχνω, πιάνω με το χέρι
  2. (μεταφορικά) αρπάζω, εκμεταλλεύομαι
    δράττομαι καιρού
  3. (μεταφορικά) αποκτώ συγγένεια
    δράττομαι μείζονος οἴκου (με γάμο)
  4. πιάνω (κάποιον που εκανε κάτι κακό)

  • δράσσομαι

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.