dribble
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- dribble < drib + -le
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| dribble | dribbles |
dribble (en)
- (μετρήσιμο) η σταγόνα, η μικρή ποσότητα υγρού
- ↪ a few dribbles of rain - λίγες σταγόνες βροχής
- (μη μετρήσιμο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) το σάλιο
- (μετρήσιμο, αθλητισμός, ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση) η τρίπλα
- ↪ This player has a great dribble.
- Αυτός ο παίκτης έχει θαυμάσια τρίπλα.
- ↪ This player has a great dribble.
Ρήμα
| ενεστώτας | dribble |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | dribbles |
| αόριστος | dribbled |
| παθητική μετοχή | dribbled |
| ενεργητική μετοχή | dribbling |
dribble (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μου τρέχουν τα σάλια, βγάζω σάλια
- (αμετάβατο) τρέχω σε σταγόνες
- ↪ The tap is dribbling, close it tight.
- Η βρύση τρέχει, κλείσε την καλά.
- ↪ The tap is dribbling, close it tight.
- (μεταβατικό) ρίχνω σταγόνες από ένα υγρό
- (αθλητισμός, ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση) ντριπλάρω, κάνω ντρίμπλα
- ↪ He even dribbled past/by the goalkeeper and sent the ball into the net.
- Ντρίπλαρε ακόμη και τον τερματοφύλακα και έστειλε την μπάλα στα δίχτυα.
- ↪ He even dribbled past/by the goalkeeper and sent the ball into the net.
- (παρωχημένο) περνώ τον χρόνο μου ασήμαντα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.