LCD

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

LCD < Liquid Crystal Display

Συντομομορφή

      ενικός         πληθυντικός  
LCD LCDs

LCD (en) αρκτικόλεξο

  • (ηλεκτρονική, πληροφορική) συντομογραφία του liquid crystal display: οθόνη υγρών κρυστάλλων [1]

Υπερώνυμα

  • LCD στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. (αγγλικά) LCD. Πρόσβαση 2021-05-09.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.