cut in

Αγγλικά (en)

ενεστώτας cut in
γ΄ ενικό ενεστώτα cuts in
αόριστος cut in
παθητική μετοχή cut in
ενεργητική μετοχή cutting in

Ετυμολογία

cut in <  δείτε τις λέξεις cut και in

Ρήμα

cut in (en)

  • κόβω το δρόμο σε κάποιον, για ένα όχημα ή τον οδηγό του, κινούμαι ξαφνικά μπροστά από άλλο όχημα, χωρίς λίγο χώρο μεταξύ των δύο οχημάτων
    He cut in (front of me) and we nearly had an accident.
    Μου έκοψε το δρόμο και παραλίγο να έχουμε ατύχημα.
     συνώνυμα: cut off

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.