cut out

Αγγλικά (en)

ενεστώτας cut out
γ΄ ενικό ενεστώτα cuts out
αόριστος cut out
παθητική μετοχή cut out
ενεργητική μετοχή cutting out

Ετυμολογία

cut out <  δείτε τις λέξεις cut και out

Ρήμα

cut out (en)

  • παραλείπω κάτι από ένα γράψιμο κτλ.
    They cut out all the details.
    Παρέλειψαν όλες τις λεπτομέρειες.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη omit

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.