επιστασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιστασία | οι | επιστασίες |
| γενική | της | επιστασίας | των | επιστασιών |
| αιτιατική | την | επιστασία | τις | επιστασίες |
| κλητική | επιστασία | επιστασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιστασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επιστασία θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
επιστασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.