ακρώρεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακρώρεια | οι | ακρώρειες |
| γενική | της | ακρώρειας | των | ακρωρειών |
| αιτιατική | την | ακρώρεια | τις | ακρώρειες |
| κλητική | ακρώρεια | ακρώρειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακρώρεια < αρχαία ελληνική ἀκρώρεια < ἄκρος + ὄρος (Το ω εξηγείται από το φαινόμενο της συνθετικής έκτασης)
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη βουνοκορφή
Αντώνυμα
- → δείτε τη λέξη βουνοκορφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.