πλεόνασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πλεόνασμα | τα | πλεονάσματα |
| γενική | του | πλεονάσματος | των | πλεονασμάτων |
| αιτιατική | το | πλεόνασμα | τα | πλεονάσματα |
| κλητική | πλεόνασμα | πλεονάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλεόνασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πλεόνασμα ουδέτερο
- αυτό (η ποσότητα, το ποσό) που περισσεύει, που είναι περισσότερο από το κανονικό, το απαραίτητο
- (οικονομία) το καθαρό κέρδος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.