πλεόνασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλεόνασμα τα πλεονάσματα
      γενική του πλεονάσματος των πλεονασμάτων
    αιτιατική το πλεόνασμα τα πλεονάσματα
     κλητική πλεόνασμα πλεονάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλεόνασμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πλεόνασμα ουδέτερο

  1. αυτό (η ποσότητα, το ποσό) που περισσεύει, που είναι περισσότερο από το κανονικό, το απαραίτητο
  2. (οικονομία) το καθαρό κέρδος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.