croquet
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
croquet
(en)
(
παιχνίδι
)
κροκέ
(το παιχνίδι, βολή σε αυτό το παιχνίδι)
η
κροκέτα
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
croquet
<
croquer
croquet
<
(
άμεσο δάνειο
)
αγγλική
croquet
<
μέση γαλλική
croquet
,
απότομο
χτύπημα
<
croquer
,
χτυπώ
croquet
,
παραλλαγή
του
crochet
Προφορά
ΔΦΑ
: /
kʁɔ.kɛ
/
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
croquet
croquets
croquet
(fr)
αρσενικό
λεπτό
τραγανό
μπισκότο
με
αμύγδαλα
≈
συνώνυμα
:
croquant
το
παιχνίδι
κροκέ
μικρό
διακοσμητικό
γαλόνι
με
σχήματα
κυμάτων
, που
χρησιμοποιείται
στη
ραπτική
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.