credit rating

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
credit rating credit ratings

Ετυμολογία

credit rating <  δείτε τις λέξεις credit και rating

Πολυλεκτικός όρος

credit rating (en)

  • (οικονομία) η πιστωτική διαβάθμιση, η πιστοληπτική ικανότητα: η εκτίμηση για την δυνατότητα μιας κυβέρνησης, εταιρίας ή προσώπου να αποπληρώνει χρέη

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.