cavo
Ιταλικά
(it)
Ετυμολογία
1
cavo
<
λατινική
cavus
Επίθετο
cavo
(it)
κοίλος
Ουσιαστικό
1
cavo
(it)
κοιλότητα
Ρήμα
cavo
(it)
εξάγω
,
βγάζω
έξω
Ετυμολογία
2
cavo
<
ισπανική
cabo
Ουσιαστικό
2
ενικός
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
cavo
cavi
θηλυκό
cava
cave
cavo
(it)
καλώδιο
σχοινί
κάβος
σύρμα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.